Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επίρρημα τα επιρρήματα
      γενική του επιρρήματος των επιρρημάτων
    αιτιατική το επίρρημα τα επιρρήματα
     κλητική επίρρημα επιρρήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επίρρημα < ελληνιστική ἐπίρρημα < ἐπί και ῥῆμα

  Προφορά

ΔΦΑ : /eˈpi.ɾi.ma/

  Ουσιαστικό

επίρρημα ουδέτερο

  • άκλιτη λέξη που συνοδεύει ρήματα, επίθετα ή άλλα επιρρήματα προσδιορίζοντας τον τόπο, τον χρόνο, τον τρόπο, την ποσότητα κλπ

Δείτε επίσης

Σημειώσεις

Τα επιρρήματα συνοδεύουν:

  • ρήματα
περπατώ γρήγορα
  • επίθετα
είναι πολύ καλός
  • επιρρήματα
ήρθε πολύ γρήγορα

Διαιρούνται σε διάφορα είδη:

  • τοπικά
πήγαινε εκεί
  • χρονικά
έφτασε χθές
  • τροπικά
περπατούσε φοβισμένα
  • ποσοτικά
θέλω λίγο νερό
  • βεβαιωτικά
ναι
  • διστακτικά
θα έρθει άραγε;
  • αρνητικά
όχι

Συγγενικά

  Μεταφράσεις