κουρδικά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κουρδικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κουρδικός στον πληθυντικό
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κουρδικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) κουρδικές γλώσσες με τρεις βασικές ποικιλίες (βόρεια, κεντρικά και νότια κουρδικά)
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
κουρδικά
- κουρδικό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού