Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κουρδικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κουρδικ
ός
η
κουρδικ
ή
το
κουρδικ
ό
γενική
του
κουρδικ
ού
της
κουρδικ
ής
του
κουρδικ
ού
αιτιατική
τον
κουρδικ
ό
την
κουρδικ
ή
το
κουρδικ
ό
κλητική
κουρδικ
έ
κουρδικ
ή
κουρδικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κουρδικ
οί
οι
κουρδικ
ές
τα
κουρδικ
ά
γενική
των
κουρδικ
ών
των
κουρδικ
ών
των
κουρδικ
ών
αιτιατική
τους
κουρδικ
ούς
τις
κουρδικ
ές
τα
κουρδικ
ά
κλητική
κουρδικ
οί
κουρδικ
ές
κουρδικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κουρδικός
<
Κούρδος
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
κουρδικός
σχετικός με τους
Κούρδους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κουρδικός
γαλλικά
:
kurde
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό