-ικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- -ικός < αρχαία ελληνική -ικός[1] < ινδοευρωπαϊκή ρίζα επίθημα *-ko-, ενισχυμένο με το φωνήεν -i- (*i-ko-) από θέματα που έληγαν σε -i-.[2]
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-ικός, -ική/-ικιά[3], -ικό και -ικος, -ικη/-ικια[4], -ικο
Α. παραγωγική κατάληξη / επίθημα επιθέτων...
- ...που παράγονται από εθνικά ουσιαστικά. Δηλώνουν ότι το επίθετο προέρχεται από τη χώρα, την πόλη, την περιοχή ή γενικά από ένα σύνολο ανθρώπων.
- Άγγλος > αγγλικός & εγγλέζικος, Γάλλος > γαλλικός
- Bλάχος > βλάχικος, Ρουμανία > ρουμανικός & ρουμάνικος
- ...που παράγονται από προσηγορικά ουσιαστικά. Δηλώνουν κάτι που αναφέρεται ή ανήκει ή χαρακτηρίζει ή προέρχεται από το ομόρριζο ουσιαστικό
- δημοκρατία > δημοκρατικός, μέτωπο > μετωπικός, λαός > λαϊκός
- ...που παράγονται από ρήματα. Δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να κάνει αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη ή είναι κατάλληλο γι' αυτό
Β. παραγωγική κατάληξη / επίθημα επιθέτων
- που εκφράζουν / μεταπλάθουν σε λαϊκότερη γλώσσα επίθετα της λόγιας γλώσσας
Γ. παραγωγική κατάληξη / επίθημα ουσιαστικοποιημένων επιθέτων...
- ...που σχηματίζουν αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά που δηλώνουν τέχνη, επιστήμη, μάθηση... (με ουσιαστικοποίηση του θηλυκού του επιθέτου στον ενικό αριθμό)
- γλυπτικός > γλυπτική, ηθικός > ηθική, παιδιατρικός > παιδιατρική
- ...που δηλώνουν τέχνη, επιστήμη ή μάθηση... (με ουσιαστικοποίηση του ουδετέρου του επιθέτου στον πληθυντικό αριθμό)
- ...απ' τα οποία προκύπτουν περιληπτικά ουσιαστικά (με ουσιαστικοποίηση του ουδετέρου του επιθέτου στον πληθυντικό αριθμό)
- ...που δηλώνουν τη συνομοταξία ή γενικά μεγάλη κατηγορία ζώων ή φυτών με κοινά χαρακτηριστικά (με ουσιαστικοποίηση του ουδετέρου του επιθέτου στον πληθυντικό αριθμό)
- ...που δίνουν τη γενική ονομασία παρεμφερών ασθενειών που αφορούν το μέρος του σώματος που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη (με ουσιαστικοποίηση του ουδετέρου του επιθέτου στον πληθυντικό αριθμό)
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
Τα επίθετα σε -ικος (και -ιμος) δε σχηματίζουν κανονικά αρνητικούς τύπους με το στερητικό μόριο α-: π.χ. (βασικός≠*αβάσικος). Υπάρχουν όμως και αρκετά που για διάφορους λόγους σχηματίζουν: π.χ. α-τονικός (< ατονία), αν-αιμικός (< αναιμία), α-βάσιμος, α-δόκιμος[5] κ.ά.
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
-ικός
Επεξεργασία
- ↑ Με βάση το επίθημα αυτό προέκυψαν ήδη στην αρχαία ελληνική ενισχυμένα επιθήματα, όπως -τικός (π.χ. μύστης > μυστικός), -ευτικός (π.χ. προοδεύω > προοδευτικός) και τα νεοελληνικά -ι(ά)τικος (π.χ. Μάνη > μανιάτικος) και -ιάρικος (π.χ. γκρινιάρης > γκρινιάρικος). Το επίθημα -ικός επηρέασε ανάλογα επιθήματα ξένων γλωσσών: πβ. αγγλικό -ic: (π.χ. fanatic), γαλλικό -ique (π.χ. fanatique), γερμανικό -isch (π.χ. fanatisch)
- ↑ Σε ορισμένες περιπτώσεις λέξεων < λατινική -icus (επίθημα κτητικών επιθέτων): π.χ. domesticus (=που ανήκει στο σπίτι/domus) > δομέστικος (μεσαιωνική ελληνική) (=αξιωματούχος του αυτοκράτορα).
- ↑ σπάνια στον προφορικό λαϊκό λόγο: -ικιά· π.χ. αγαπητικιά (μειωτικό)
- ↑ σπάνια στον προφορικό λόγο: -ικια
- ↑ Όπως αναφέρεται στο λεξικό του Μπαμπινιώτη (Μπαμπινιώτης Γεώργιος, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, εκδ. Κέντρο Λεξικολογίας, 2005Β, λήμμα -ικός), ο λεξικογράφος Σκαρλάτος Βυζάντιος επισημαίνει πως τα δύο τελευταία δε σχηματίστηκαν ορθώς, αλλά καθιερώθηκαν από τη χρήση.
- «-ικός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.