αγαπητικιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγαπητικιά | οι | αγαπητικιές |
γενική | της | αγαπητικιάς | των | αγαπητικιών |
αιτιατική | την | αγαπητικιά | τις | αγαπητικιές |
κλητική | αγαπητικιά | αγαπητικιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγαπητικιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγαπητικ(ή) + -ιά[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɣa.pi.tiˈca/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐πη‐τι‐κιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγαπητικιά θηλυκό
- θηλυκό του αγαπητικός, η ερωμένη
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγαπητικιά
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αγαπητικιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας