αγαπητικιά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
των αγαπητικών γενική (είθισται)
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αγαπητικιά < αγαπώ
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɣa.pi.ti.'ca /
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αγαπητικιά θηλυκό
- η ερωμένη
των αγαπητικών γενική (είθισται)
αγαπητικιά θηλυκό