αγαπητικιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγαπητικιά | οι | αγαπητικιές |
γενική | της | αγαπητικιάς | των | αγαπητικιών |
αιτιατική | την | αγαπητικιά | τις | αγαπητικιές |
κλητική | αγαπητικιά | αγαπητικιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγαπητικιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγαπητικ(ή) + -ιά[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣa.pi.tiˈca/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐πη‐τι‐κιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγαπητικιά θηλυκό
- θηλυκό του αγαπητικός, η ερωμένη
- ※ Σε μια γειτονιά / είχα μια αγαπητικιά / δέκα χρόνια πάνε τώρα / που δεν την ξανάδα πια.
- Ο πραματευτής, στίχοι, μουσική, εκτέλεση: Κώστας Μουντάκης
- ※ Σε μια γειτονιά / είχα μια αγαπητικιά / δέκα χρόνια πάνε τώρα / που δεν την ξανάδα πια.
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγαπητικιά
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγαπητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αγαπητικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)