αγαπητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αγαπητικός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀγαπητικός (στοργικός)[1][2]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɣa.pi.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐πη‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασία
αγαπητικός, -ή, -ό
- που εμπεριέχει την αγάπη
- ⮡ αγαπητική σχέση
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγαπητικός αρσενικό (θηλυκό αγαπητικιά)
- ο αγαπημένος, αυτός με τον οποίο κάποια έχει σχέση
- ⮡ Ο Γιάννης είναι ο αγαπητικός της Μαρίας και είναι μαζί εδώ και δύο χρόνια.
- ο εραστής
- (παρωχημένο) αυτός που ζει εκμεταλλευόμενος χρηματικά τις γυναίκες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αγαπητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αγαπητικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)