Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣa.pi.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγαπητικός

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγαπητικός οι αγαπητικοί
      γενική του αγαπητικού των αγαπητικών
    αιτιατική τον αγαπητικό τους αγαπητικούς
     κλητική αγαπητικέ αγαπητικοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

αγαπητικός αρσενικό (θηλυκό αγαπητικιά)

  1. ο αγαπημένος, αυτός με τον οποίο κάποια έχει σχέση
     Ο Γιάννης είναι ο αγαπητικός της Μαρίας και είναι μαζί εδώ και δύο χρόνια.
  2. ο εραστής
  3. (παρωχημένο) αυτός που ζει εκμεταλλευόμενος χρηματικά τις γυναίκες
     συνώνυμα: προαγωγός

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. αγαπητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αγαπητικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)