ερωμένη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ερωμένη | οι | ερωμένες |
γενική | της | ερωμένης | των | ερωμένων |
αιτιατική | την | ερωμένη | τις | ερωμένες |
κλητική | ερωμένη | ερωμένες | ||
Κατηγορία όπως «ερωμένη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ερωμένη < αρχαία ελληνική ἐρωμένη, μετοχή ενεστώτα θηλυκού γένους του ρήματος ἐράομαι, -ῶμαι: αυτή που την αγαπούν
Ουσιαστικό
επεξεργασίαερωμένη θηλυκό
- η γυναίκα με την οποία κάποιος διατηρεί μόνιμη ερωτική σχέση εκτός γάμου (και ενώ, ίσως, ο ένας τουλάχιστον από τους δύο είναι έγγαμος)
- (μεταφορικά) η αγαπημένη ενασχόληση κάποιου