εραστής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εραστής | οι | εραστές |
γενική | του | εραστή | των | εραστών |
αιτιατική | τον | εραστή | τους | εραστές |
κλητική | εραστή | εραστές | ||
όπως «νικητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εραστής < αρχαία ελληνική ἐραστής < ἐράω / ἐρῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική amant)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εραστής αρσενικό (και ενίοτε θηλυκό) (θηλυκό: εράστρια, ερωμένη)
- που διατηρεί παράνομες ή ανεπίσημες σχέσεις με κάποιο άτομο
- ≈ συνώνυμα: αγαπητικός / αγαπητικιά, γκόμενος / γκόμενα, ερωμένος / ερωμένη
- που αγαπάει κάποιο άτομο
- (κατ' επέκταση) που αγαπάει πολύ κάτι
- που δραστηριοποιείται έντονα στον σεξουαλικό τομέα