Δείτε επίσης: ἐραστής
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εραστής οι εραστές
      γενική του εραστή των εραστών
    αιτιατική τον εραστή τους εραστές
     κλητική εραστή εραστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εραστής αρσενικό (θηλυκό εράστρια)

  1. που διατηρεί παράνομες ή ανεπίσημες σχέσεις με κάποιο άτομο
     δείτε και τη λέξη  αγαπητικός / αγαπητικιά, γκόμενος / γκόμενα, ερωμένος / ερωμένη
  2. που αγαπάει κάποιο άτομο
  3. (κατ’ επέκταση) που αγαπάει πολύ κάτι
      Ο Χ / η Χ είναι εραστής της τέχνης (και για τα δύο γένη)
      Είναι περιβόλι ο Τάσος, έξω καρδιά, εραστής μιας τέχνης που ελάχιστοι την κατέχουν πια. (@enet.gr)
  4. που δραστηριοποιείται έντονα στον σεξουαλικό τομέα
      Σαν γνήσιος λατίνος εραστής, την αδυναμία του για το ωραίο φύλο ουδέποτε την έκρυψε. Θαυμάζει την ομορφιά και το φωνάζει, αρνείται όμως κατηγορηματικά την οποιαδήποτε παρεκτροπή. (@tovima.gr)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία