Δείτε επίσης: διατηρῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

διατηρώ, αόρ.: διατήρησα, παθ.φωνή: διατηρούμαι, π.αόρ.: διατηρήθηκα, μτχ.π.π.: διατηρημένος

  1. κρατώ κάτι σε καλή κατάσταση
      διατηρείται πολύ καλά, παρ' όλο που είναι εξήντα ετών
  2. δεν αφήνω κάτι να χαλάσει ή να καταστραφεί
      διατηρούμε το τυρί στο ψυγείο
  3. κρατώ, εξακολουθώ να έχω
      διατηρώ τις επιφυλάξεις μου
  4. έχω
      διατηρώ κατάστημα ηλεκτρικών ειδών

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία