ενεστώτας maintain
γ΄ ενικό ενεστώτα maintains
αόριστος maintained
παθητική μετοχή maintained
ενεργητική μετοχή maintaining

maintain (en)

  1. διατηρώ, συντηρώ
    ⮡  They are maintaining public order.
    Διατηρούν τη δημόσια τάξη.
    ⮡  Buildings, when they are not maintained, they quickly fall into disrepair.
    Τα κτίρια, όταν δε συντηρούνται, καταστρέφονται γρήγορα.
    ⮡  a poorly-maintained/well-maintained house - σπίτι κακοσυντηρημένο/καλοσυντηρημένο
  2. ισχυρίζομαι, δηλώνω ότι κάτι είναι αληθές
    ⮡  He maintained he was innocent.
    Ισχυριζόταν ότι ήταν αθώος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη contend