συντηρώ
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συντηρώ < → λείπει η ετυμολογία
ΡήμαΕπεξεργασία
συντηρώ
- διατηρώ ένα αντικείμενο (πχ τρόφιμα ή μηχανή) σε καλή κατάσταση
- εξειδικευμένοι τεχνίτες της εταιρείας μας συντηρούν και επισκευάζουν το αυτοκίνητό σας
- ενεργώ έτσι ώστε ένα φαινόμενο να συνεχίσει να εκδηλώνεται
- οι τελευταίες φήμες συντηρούν το κλίμα του τρόμου
- ξοδεύω χρήματα για τη διαβίωση ενός άλλου ανθρώπου
- είναι άνεργος και τον συντηρεί η γυναίκα του
- ξοδεύω χρήματα για να διατηρώ σε καλή κατάσταση ένα πράγμα
- για να μπορείς να συντηρείς ένα τέτοιο σπίτι, πρέπει να είσαι πλούσιος
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συντηρώ | συντηρούσα | θα συντηρώ | να συντηρώ | συντηρώντας | |
β' ενικ. | συντηρείς | συντηρούσες | θα συντηρείς | να συντηρείς | (συντήρει) | |
γ' ενικ. | συντηρεί | συντηρούσε | θα συντηρεί | να συντηρεί | ||
α' πληθ. | συντηρούμε | συντηρούσαμε | θα συντηρούμε | να συντηρούμε | ||
β' πληθ. | συντηρείτε | συντηρούσατε | θα συντηρείτε | να συντηρείτε | συντηρείτε | |
γ' πληθ. | συντηρούν(ε) | συντηρούσαν(ε) | θα συντηρούν(ε) | να συντηρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συντήρησα | θα συντηρήσω | να συντηρήσω | συντηρήσει | ||
β' ενικ. | συντήρησες | θα συντηρήσεις | να συντηρήσεις | συντήρησε | ||
γ' ενικ. | συντήρησε | θα συντηρήσει | να συντηρήσει | |||
α' πληθ. | συντηρήσαμε | θα συντηρήσουμε | να συντηρήσουμε | |||
β' πληθ. | συντηρήσατε | θα συντηρήσετε | να συντηρήσετε | συντηρήστε | ||
γ' πληθ. | συντήρησαν συντηρήσαν(ε) |
θα συντηρήσουν(ε) | να συντηρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συντηρήσει | είχα συντηρήσει | θα έχω συντηρήσει | να έχω συντηρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις συντηρήσει | είχες συντηρήσει | θα έχεις συντηρήσει | να έχεις συντηρήσει | έχε συντηρημένο | |
γ' ενικ. | έχει συντηρήσει | είχε συντηρήσει | θα έχει συντηρήσει | να έχει συντηρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συντηρήσει | είχαμε συντηρήσει | θα έχουμε συντηρήσει | να έχουμε συντηρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε συντηρήσει | είχατε συντηρήσει | θα έχετε συντηρήσει | να έχετε συντηρήσει | έχετε συντηρημένο | |
γ' πληθ. | έχουν συντηρήσει | είχαν συντηρήσει | θα έχουν συντηρήσει | να έχουν συντηρήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συντηρημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συντηρημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συντηρημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συντηρημένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συντηρούμαι | συντηρούμουν | θα συντηρούμαι | να συντηρούμαι | συντηρούμενος | |
β' ενικ. | συντηρείσαι | συντηρούσουν | θα συντηρείσαι | να συντηρείσαι | ||
γ' ενικ. | συντηρείται | συντηρούνταν | θα συντηρείται | να συντηρείται | ||
α' πληθ. | συντηρούμαστε | συντηρούμασταν συντηρούμαστε |
θα συντηρούμαστε | να συντηρούμαστε | ||
β' πληθ. | συντηρείστε | συντηρούσασταν συντηρούσαστε |
θα συντηρείστε | να συντηρείστε | συντηρείστε | |
γ' πληθ. | συντηρούνται | συντηρούνταν | θα συντηρούνται | να συντηρούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συντηρήθηκα | θα συντηρηθώ | να συντηρηθώ | συντηρηθεί | ||
β' ενικ. | συντηρήθηκες | θα συντηρηθείς | να συντηρηθείς | συντηρήσου | ||
γ' ενικ. | συντηρήθηκε | θα συντηρηθεί | να συντηρηθεί | |||
α' πληθ. | συντηρηθήκαμε | θα συντηρηθούμε | να συντηρηθούμε | |||
β' πληθ. | συντηρηθήκατε | θα συντηρηθείτε | να συντηρηθείτε | συντηρηθείτε | ||
γ' πληθ. | συντηρήθηκαν συντηρηθήκαν(ε) |
θα συντηρηθούν(ε) | να συντηρηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συντηρηθεί | είχα συντηρηθεί | θα έχω συντηρηθεί | να έχω συντηρηθεί | συντηρημένος | |
β' ενικ. | έχεις συντηρηθεί | είχες συντηρηθεί | θα έχεις συντηρηθεί | να έχεις συντηρηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει συντηρηθεί | είχε συντηρηθεί | θα έχει συντηρηθεί | να έχει συντηρηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συντηρηθεί | είχαμε συντηρηθεί | θα έχουμε συντηρηθεί | να έχουμε συντηρηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε συντηρηθεί | είχατε συντηρηθεί | θα έχετε συντηρηθεί | να έχετε συντηρηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συντηρηθεί | είχαν συντηρηθεί | θα έχουν συντηρηθεί | να έχουν συντηρηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι συντηρημένος - είμαστε, είστε, είναι συντηρημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν συντηρημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν συντηρημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι συντηρημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι συντηρημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι συντηρημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι συντηρημένοι |