↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συντήρηση οι συντηρήσεις
      γενική της συντήρησης* των συντηρήσεων
    αιτιατική τη συντήρηση τις συντηρήσεις
     κλητική συντήρηση συντηρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συντηρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συντήρηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συντήρη(σις) + -ση.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + τήρηση (τηρώ)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sinˈdi.ɾi.si/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συντήρηση θηλυκό

  1. διατήρηση πράγματος σε καλή κατάσταση
    η συντήρηση του αυτοκινήτου είναι υποχρεωτική για λόγους ασφαλείας
    1. (έργα τέχνης) επισκευή και αποκατάσταση των φθορών
      για τα μνημεία της Ακρόπολης υπάρχει πρόγραμμα διαρκούς συντήρησης
    2. (για τρόφιμα) προστασία, διατήρηση τροφίμων
      η συντήρηση τροφίμων είναι ειδικός επιστημονικός κλάδος
      • το κύριο μέρος του ψυγείου που συντηρεί σε χαμηλή θερμοκρασία τα τρόφιμα χωρίς να τα καταψύχει
        βγάλτε το παγωτό απ' την κατάψυξη, αφήστε το στη συντήρηση για δεκαπέντε λεπτά, και είναι έτοιμο για σερβίρισμα
  2. (μεταφορικά) η διατήρηση στη ζωή, η οικονομική επιβίωση
  3. (πολιτική, ιδεολογία - περιληπτικό, χωρίς πληθυντικό)
    1. ο συντηρητισμός
    2. το σύνολο των συντηρητικών δυνάμεων

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία