maintenance
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmaintenance (en) (μη μετρήσιμο)
- η συντήρηση, η διατήρηση μιας συσκευής, εγκατάστασης κτλ. σε καλή κατάσταση
- ⮡ The combination of correct nutrition and exercise contributes to the maintenance of one’s health.
- Ο συνδυασμός της σωστής διατροφής και της άθλησης συντελεί στη διατήρηση της υγείας.
- ⮡ The combination of correct nutrition and exercise contributes to the maintenance of one’s health.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmaintenance (fr) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη maintenir