maintenance
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
maintenance (en)
- η συντήρηση, η διατήρηση μιας συσκευής, εγκατάστασης κλπ σε καλή κατάσταση
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
maintenance (fr) θηλυκό
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη maintenir