μετρήσιμος
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μετρήσιμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
μετρήσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να έχει μέτρο ή ποσότητα αλλά δεν είναι αριθμήσιμος, αριθμητός
Σημειώσεις επεξεργασία
- (γραμματική) τα μετρήσιμα αφηρημένα ουσιαστικά συνήθως χρησιμοποιούνται στον ενικό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν διαθέτουν πληθυντικό ο οποίος χρησιμοποιείται σε ειδικές περιστάσεις ή αναφορές ανάλογα με τους κανόνες γραμματικής κάθε γλώσσας
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετρήσιμος