αφηρημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφηρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αφαιρούμαι
Μετοχή
επεξεργασίααφηρημένος, -η, -ο
- που δεν έχει εστιάσει την προσοχή του ή σκέφτεται διαφορετικά πράγματα από αυτά που συζητιούνται ή συμβαίνουν
- είσαι πολύ αφηρημένη τελευταία
- αυτός που δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός με τις αισθήσεις αλλά με τη διάνοια, ο μη αισθητός
- οι πλατωνικές Ιδέες είναι άυλες, αιώνιες κι αφηρημένες οντότητες
- αφηρημένο ουσιαστικό: το ουσιαστικό που δηλώνει μια έννοια που δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή με τις αισθήσεις, π.χ. δικαιοσύνη, αρετή, σοφία, αλήθεια, αριθμός κ.λπ.
- αφηρημένοι αριθμοί: οι αριθμοί που δεν αντιστοιχούν σε συγκεκριμένη ποσότητα ή μέγεθος ή δε δηλώνουν συγκεκριμένο είδος μονάδων, π.χ. 11, 45, 17 σε αντιδιαστολή προς τους 11 μήνες, 45 μαθητές, 17 χιλιόμετρα
- καθετί που στην τέχνη χρησιμοποιεί μόνο σχήματα και γραμμές χωρίς αναπαριστά πιστά την πραγματικότητα
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αφηρημένος
|