αλήθεια
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλήθεια | οι | αλήθειες |
γενική | της | αλήθειας | των | αληθειών |
αιτιατική | την | αλήθεια | τις | αλήθειες |
κλητική | αλήθεια | αλήθειες | ||
Γράφεται ως προπαροξύτονο αλλά προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού προφέρεται ως τετρασύλλαβη, χωρίς συνίζηση του ⟨ειώ⟩. Όλες οι υπόλοιπες πτώσεις προφέρονται με συνίζηση ως τρισύλλαβες. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- αλήθεια < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀλήθεια, αλλά με συνίζηση[1] < ἀληθής < ἀ- στερητικό + λήθη
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈli.θi.a/ & /aˈli.θça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λή‐θει‐α ή α‐λή‐θεια
Ουσιαστικό
αλήθεια θηλυκό
- καθετί που συμφωνεί με την πραγματικότητα, αυτό που όντως συνέβη ή συμβαίνει ή είναι απόλυτα βέβαιο ότι θα συμβεί
- γιατί αμφισβητείς πάντα την αλήθεια των λόγων μου;
- η απουσία ψεύδους ή άλλης σκόπιμης αλλοίωσης της πραγματικότητας
- θέλω να μου λες όλη την αλήθεια
- καθετί που είναι ορθό, καθετί που ισχύει
- καθετί που μπορεί να επαληθευτεί πειραματικά ή να ελεγχθεί με τη λογική και την εμπειρία, με αξιόπιστα δεδομένα
- η επιστημονική αλήθεια
Εκφράσεις
- δόση / κόκκος / ίχνος αλήθειας : πολύ μικρό μέρος της αλήθειας
- η αστυνομία έχει ανακαλύψει ίχνη της αλήθειας για το έγκλημα
- η αλήθεια είναι πικρή : η αλήθεια έχει μεγάλο τίμημα
- η μαύρη αλήθεια : πράγματα αληθινά αλλά πικρά, δυσάρεστα, οδυνηρά
- η ώρα της αλήθειας : η ώρα της κρίσης για κάτι
- έφτασε η ώρα της αλήθειας
- στ' αλήθεια : αληθινά, πράγματι
- συνθήκες αληθείας : οι προϋποθέσεις που πρέπει να ισχύουν, για να θεωρηθεί αληθές το περιεχόμενο των προτάσεων που περιγράφουν ή σχετίζονται με κάποιες καταστάσεις
Αντώνυμα
Συγγενικά
Σύνθετα
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
αλήθεια
|
Αναφορές
- ↑ αλήθεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας