Δείτε επίσης: Λήθη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η λήθη
      γενική της λήθης
    αιτιατική τη λήθη
     κλητική λήθη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λήθη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λήθη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈli.θi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λή‐θη
ομόηχο: λίθοι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λήθη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. η λησμονιά, το σβήσιμο από τη μνήμη, το να μη θυμάσαι πια
    ※  Τα χάδια μου τα πέταξα
    Στης λήθης το πηγάδι.
    Να μην τα βρουν οι αγκαλιές
    που βγαίνουνε σεργιάνι.
    Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι Της λήθης το πηγάδι, (2001) Μιλτιάδης Πασχαλίδης, στίχοι και σύνθεση: Μιλτιάδης Πασχαλίδης, album: Βυθισμένες άγκυρες.
  2. η λησμονιά, η κατάσταση κατά την οποία δεν σε θυμάται κανείς

Συγγενικά επεξεργασία

θέμα ληθ-

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική λήθη
      γενική τῆς λήθης
      δοτική τῇ λήθ
    αιτιατική τὴν λήθην
     κλητική ! λήθη
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λήθη < θέμα ληθ-, όπως στο λανθάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *leh₂- (αποκρύπτω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λήθη θηλυκό

  1. λησμονιά, το να ξεχνά κάποιος
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 33 (στίχοι 33-34)
    ἀλλὰ σὺ σῇσιν ἔχε φρεσί, μηδέ σε λήθη | αἱρείτω εὖτ᾽ ἄν σε μελίφρων ὕπνος ἀνήῃ.»
    Αυτό στον νουν σου φύλαξε, να μη το λησμονήσεις | όταν ο ύπνος ο γλυκύς τα μέλη σου θ᾽ αφήσει».
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Συμπόσιον, 208a
    λήθη γὰρ ἐπιστήμης ἔξοδος, μελέτη δὲ πάλιν καινὴν ἐμποιοῦσα ἀντὶ τῆς ἀπιούσης μνήμην σῴζει τὴν ἐπιστήμην, ὥστε τὴν αὐτὴν δοκεῖν εἶναι.
    γιατί λήθη είναι η αποχώρηση της γνώσης από το πνεύμα μας, ενώ η μελέτη, αντίθετα, δημιουργώντας νέο απόθεμα γνώσης στη θέση εκείνης που αποχώρησε, κρατά ζωντανή τη γνώση, έτσι που να δημιουργείται η εντύπωση ότι παραμένει η ίδια.
    Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
    ※  4oς πκε αιώνας Αισχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 205
    οὐ γὰρ εἰσαῦθίς ποτε βούλοιτ᾽ ἂν πρὸς τὸ παράνομον ἀπολογεῖσθαι, ἀλλ᾽ οὐδὲν ἔχων δίκαιον εἰπεῖν ἑτέρων παρεμβολῇ πραγμάτων εἰς λήθην ὑμᾶς βούλεται τῆς κατηγορίας ἐμβαλεῖν.
    Γιατί ποτέ δεν θα ήθελε να επανέλθει στο θέμα άμυνας εναντίον της παρανομίας, αλλά, καθώς δεν έχει να αναφέρει καμιά δίκαιη δικαιολογία, επιδιώκει με την παρεμβολή άσχετων θεμάτων να σας κάνει να ξεχάσετε την κατηγορία.
    Μετάφραση (2012): Α. Ι. Γιαγκόπουλος @greek‑language.gr
    ※  4ος πκε αιώνας Δημοσθένης, Ὑπὲρ Κτησιφῶντος περὶ τοῦ Στεφάνου Λόγος, 283
    ἢ τοσοῦτον ὕπνον καὶ λήθην ἅπαντας ἔχειν ὥστ᾽ οὐ μεμνῆσθαι τοὺς λόγους οὓς ἐδημηγόρεις ἐν τῷ πολέμῳ, καταρώμενος καὶ διομνύμενος μηδὲν εἶναι σοὶ καὶ Φιλίππῳ πρᾶγμα, ἀλλ᾽ ἐμὲ τὴν αἰτίαν σοι ταύτην ἐπάγειν τῆς ἰδίας ἕνεκ᾽ ἔχθρας, οὐκ οὖσαν ἀληθῆ.
    Ή πιστεύεις ότι όλοι έχουν πέσει σε τόσο βαθύ ύπνο και λήθαργο ώστε να μη θυμούνται τους λόγους που εκφωνούσες μπροστά στον λαό, ενώ συνεχιζόταν ακόμη ο πόλεμος, όταν καταριόσουν τον εαυτό σου και ορκιζόσουν ότι δεν υπάρχει τίποτε το κοινό ανάμεσα σ᾽ εσένα και στον Φίλιππο, αλλά ότι εγώ από προσωπική έχθρα αποδίδω σ᾽ εσένα αυτή την ψευδή κατηγορία;
    Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος @greek‑language.gr
  2. (ως κύριο όνομα): Λήθη

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

θέμα ληθ-

θέμα λησ- (< ληθ-σ-)

  Πηγές επεξεργασία