λίθοι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈli.θi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λί‐θοι
- ομόηχο: λήθη
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
λίθοι αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του λίθος