ομόηχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ομόηχος | η | ομόηχη | το | ομόηχο |
γενική | του | ομόηχου | της | ομόηχης | του | ομόηχου |
αιτιατική | τον | ομόηχο | την | ομόηχη | το | ομόηχο |
κλητική | ομόηχε | ομόηχη | ομόηχο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ομόηχοι | οι | ομόηχες | τα | ομόηχα |
γενική | των | ομόηχων | των | ομόηχων | των | ομόηχων |
αιτιατική | τους | ομόηχους | τις | ομόηχες | τα | ομόηχα |
κλητική | ομόηχοι | ομόηχες | ομόηχα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαομόηχος
- που έχει τον ίδιο ήχο
- (γραμματική) ομόηχες λέξεις: λέξεις με όμοια προφορά αλλά διαφορετική σημασία