βόριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
|
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βόριο < (λόγιο δάνειο) γαλλική bore (1821) < borax < μεσαιωνική λατινική baurach < αραβική بورق (bawraq)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈvo.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βό‐ρι‐ο
- ομόηχο: βόρειο
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βόριο | τα | βόρια |
γενική | του | βόριου & βορίου |
των | βόριων & βορίων |
αιτιατική | το | βόριο | τα | βόρια |
κλητική | βόριο | βόρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ουσιαστικό
επεξεργασία
βόριο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (χημεία) αμέταλλο χημικό στοιχείο (συμβολίζεται διεθνώς με το B), με μαύρο χρώμα. Είναι πολύ σκληρό και κρυσταλλικό. Χρησιμοποιείται στη μεταλλουργία ως προστατευτικό από την οξείδωση, στην πυρηνική τεχνολογία και, γενικά, στις εφαρμογές που έχουν υψηλή θερμοκρασία
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βόριο