βόριο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βόριο | τα | βόρια |
γενική | του | βορίου & βόριου |
των | βορίων & βόριων |
αιτιατική | το | βόριο | τα | βόρια |
κλητική | βόριο | βόρια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βόριο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (χημεία) αμέταλλο χημικό στοιχείο (συμβολίζεται διεθνώς με το B), με μαύρο χρώμα. Είναι πολύ σκληρό και κρυσταλλικό. Χρησιμοποιείται στη μεταλλουργία ως προστατευτικό από την οξίδωση, στην πυρηνική τεχνολογία και, γενικά, στις εφαρμογές που έχουν υψηλή θερμοκρασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- ομάδα του βορίου : η τρίτη ομάδα του περιοδικού πίνακα που περιλαμβάνει το βόριο, το αργίλιο, το γάλλιο, το ίνδιο και το θάλλιο
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
βόριο