κορσικανικά
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κορσικανικά | ||
γενική | των | κορσικανικών | ||
αιτιατική | τα | κορσικανικά | ||
κλητική | κορσικανικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κορσικανικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κορσικανικός στον πληθυντικό < Κορσική
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κορσικανικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) λατινογενές ιδίωμα που μοιάζει με τα ιταλικά και μιλιέται στην Κορσική και τη βόρεια Σαρδηνία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
κορσικανικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κορσικανικό