↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κορσική οι Κορσικές
      γενική της Κορσικής των Κορσικών
    αιτιατική την Κορσική τις Κορσικές
     κλητική Κορσική Κορσικές
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κορσική < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /koɾ.siˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κορ‐σι‐κή

  Κύριο όνομα

επεξεργασία
 
Η θέση της Κορσικής στη Γαλλία

Κορσική θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία