↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κορσικανικός η κορσικανική το κορσικανικό
      γενική του κορσικανικού της κορσικανικής του κορσικανικού
    αιτιατική τον κορσικανικό την κορσικανική το κορσικανικό
     κλητική κορσικανικέ κορσικανική κορσικανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κορσικανικοί οι κορσικανικές τα κορσικανικά
      γενική των κορσικανικών των κορσικανικών των κορσικανικών
    αιτιατική τους κορσικανικούς τις κορσικανικές τα κορσικανικά
     κλητική κορσικανικοί κορσικανικές κορσικανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κορσικανικός < Κορσικαν(ός) + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /koɾ.si.ka.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κορ‐σι‐κα‐νι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

κορσικανικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία