αρσενικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αρσενικό | τα | αρσενικά |
γενική | του | αρσενικού | των | αρσενικών |
αιτιατική | το | αρσενικό | τα | αρσενικά |
κλητική | αρσενικό | αρσενικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- αρσενικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αρσενικός. Εννοείται η λέξη γένος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρσενικό ουδέτερο
- (γραμματική) το γένος ονομάτων ουσιαστικών ή επιθέτων, αντωνυμιών που αντιστοιχεί στο βιολογικό γένος του αρσενικού. Για πράγματα και αφηρημένες έννοιες η αντιστοιχία είναι αυθαίρετη
- ο άντρας αντιπροσωπευτικός του φύλου του με έντονα αντρικά χαρακτηριστικά
- ⮡ Μα τι αρσενικό είν' αυτός! Όλα τα κορίτσια τρέχουν ξωπίσω του.
- άλλες μορφές: σερνικό (δημοτική)
- οποιοδήποτε αρσενικό μέρος εξαρτήματος
- ⮡ Δε θα δουλέψει η μηχανή αν δε βάλεις το αρσενικό σωστά
- → δείτε τη λέξη αρσενικός
Δείτε επίσης
επεξεργασίαγραμματική:
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρσενικό (γραμματική)
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
|
- αρσενικό < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀρσενικόν < σημιτικής προέλευσης -συγκρίνετε τη κλασική συριακή ܠܐ ܙܐܦܢܝܐ (a(l)-zarnīḵā)- < περσικής προέλευσης με παρετυμολογία προς το αρσενικός[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρσενικό ουδέτερο
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αρσενικό | ||
γενική | του | αρσενικού | ||
αιτιατική | το | αρσενικό | ||
κλητική | αρσενικό | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- (χημεία) χημικό στοιχείο, που ανήκει στα μεταλλοειδή, με ατομιθό αριθμό 33 και χημικό σύμβολο το As, με σταχτί χρώμα και μεταλλική λάμψη, το οποίο σχηματίζει τοξικές ενώσεις
- ονομασία διάφορων τοξικών ενώσεων του στοιχείου που χρησιμοποιούνται σαν δηλητήρια
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- αρσενικό στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρσενικό (χημεία)
Ετυμολογία 3
επεξεργασία- αρσενικό: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααρσενικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αρσενικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αρσενικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.