χημικό σύμβολο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
χημικό σύμβολο ουδέτερο
- (χημεία) ένας κωδικός ενός ή δυο λατινικών γραμμάτων που χρησιμοποιείται για να συμβολίσουν ένα χημικό στοιχείο
- ⮡ Το χημικό σύμβολο του χλωρίου είναι το Cl.
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χημικό σύμβολο