χημικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /çi.miˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χη‐μι‐κός
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χημικός | η | χημική | το | χημικό |
γενική | του | χημικού | της | χημικής | του | χημικού |
αιτιατική | τον | χημικό | τη | χημική | το | χημικό |
κλητική | χημικέ | χημική | χημικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χημικοί | οι | χημικές | τα | χημικά |
γενική | των | χημικών | των | χημικών | των | χημικών |
αιτιατική | τους | χημικούς | τις | χημικές | τα | χημικά |
κλητική | χημικοί | χημικές | χημικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
- χημικός < → λείπει η ετυμολογία. Μορφολογικά αναλύεται σε χημ-εία + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
χημικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στην επιστήμη της χημείας και τα υλικά σώματα από τη σκοπιά που τα εξετάζει η επιστήμη αυτή
- ↪ χημικό εργαστήριο, χημικές ιδιότητες
Συγγενικά επεξεργασία
με χημικ-
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
→ και δείτε τη λέξη χημεία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σχετικός με τη χημεία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | χημικός | οι | χημικοί |
γενική | του/της | χημικού | των | χημικών |
αιτιατική | τον/τη | χημικό | τους/τις | χημικούς |
κλητική | χημικέ | χημικοί | ||
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- χημικός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χημικός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) επιστήμονας που ασχολείται με τη χημεία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χημικός
Πηγές επεξεργασία
- χημικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- χημικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)