Ετυμολογία 1

επεξεργασία

χημικός, -ή, -ό

  • που αναφέρεται στην επιστήμη της χημείας και τα υλικά σώματα από τη σκοπιά που τα εξετάζει η επιστήμη αυτή
      χημικό εργαστήριο, χημικές ιδιότητες

Συγγενικά

επεξεργασία

με χημικ-

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

 και δείτε τη λέξη χημεία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χημικός αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία