χημικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /çi.mi.ˈkɔs/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
χημικός
- που αναφέρεται στην επιστήμη της χημείας και τα υλικά σώματα από τη σκοπιά που τα εξετάζει η επιστήμη αυτή
- χημικό εργαστήριο, χημικές ιδιότητες
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σχετικός με τη χημεία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χημικός | οι | χημικοί |
γενική | του | χημικού | των | χημικών |
αιτιατική | τον | χημικό | τους | χημικούς |
κλητική | χημικέ | χημικοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χημικός αρσενικό
- ο επιστήμονας που ασχολείται με τη χημεία