χημεία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χημεία | οι | χημείες |
γενική | της | χημείας | των | χημειών |
αιτιατική | τη | χημεία | τις | χημείες |
κλητική | χημεία | χημείες | ||
Ο πληθυντικός είναι σπάνιος και χρησιμοποιείται για τη μεταφορική σημασία της λέξης | ||||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χημεία < γαλλική chimie < alchimie < μεσαιωνική λατινική alchemia < αραβική ال (al, “άρθρο”) + كيمياء (kīmiyā’) < ελληνιστική κοινή χυμεία < αρχαία ελληνική χῦμα < χέω, με συμφυρμό εννοιών από τις λέξεις χημία και Χημία (αντιδάνειο)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χημεία θηλυκό
- η επιστήμες που μελετά τη σύσταση και τη σύνθεση ουσιών καθώς και τις μεταβολές που αυτές παρουσιάζουν
- (εκπαίδευση) το μάθημα που διδάσκει τη σύσταση, τη σύνθεση και τις μεταβολές των ουσιών
- θα κάνουμε κοπάνα στη χημεία
- (μεταφορικά) η καλή σχέση μεταξύ ατόμων και προσωπικοτήτων
- όλοι πρόσεξαν ότι υπήρχε εξαρχής χημεία μεταξύ τους
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- αγροχημεία
- ακτινοχημεία
- βιοχημεία
- βρωματοχημεία
- γεωχημεία
- ηλεκτροχημεία
- θερμοχημεία
- κρυσταλλοχημεία
- μαγνητοχημεία
- μεταλλοχημεία
- μικροχημεία
- πετροχημεία
- ραδιοχημεία
- στερεοχημεία
- φαρμακοχημεία
- φυσικοχημεία
- φωτοχημεία
- χημειοεμβολισμός
- χημειοθεραπεία
- χημειομετρία
- χημειοσύνθεση
- χημειοτακτισμός
- χημειοταξινομία
- χημειοτροπισμός
- χημειοϋποδοχέας
- χημειοφωταύγεια
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χημεία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | χημεία | χημεία | χημεῖαι |
Γενική | χημείας | χημείαιν | χημειῶν |
Δοτική | χημείᾳ | χημείαιν | χημείαις |
Αιτιατική | χημείαν | χημεία | χημείας |
Κλητική | χημεία | χημεία | χημεῖαι |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χημεία θηλυκό