χημειοτροπισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χημειοτροπισμός < χημειο- + (τρέπω) τροπ- + -ισμός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
χημειοτροπισμός αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
χημειοτροπισμός
|