αντίδραση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντίδραση | οι | αντιδράσεις |
γενική | της | αντίδρασης* | των | αντιδράσεων |
αιτιατική | την | αντίδραση | τις | αντιδράσεις |
κλητική | αντίδραση | αντιδράσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιδράσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αντίδραση < (ελληνιστική κοινή) ἀντίδρασις < αρχαία ελληνική ἀντιδράω / ἀντιδρῶ < ἀντί + δράω / δρῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *derǝ- / drā- (δρω) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική réaction)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /anˈdi.ðɾa.si/
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντίδραση θηλυκό
- ενέργεια που αντιτίθεται σε άλλη (και την εξουδετερώνει)
- εχθρική στάση στην (πολιτική και κοινωνική) πρόοδο
- (φυσική) αντίρροπη δύναμη ίσης έντασης
- (φυσική) διάσπαση του πυρήνα ραδιενεργού ατόμου
- (χημεία) αμφίδρομη επίδραση ενός χημικού στοιχείου σε άλλο (και δημιουργία χημικής ένωσης)
- (ιατρική) εξέταση με χρήση αντιδραστηρίων