στάση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στάση | οι | στάσεις |
γενική | της | στάσης & στάσεως |
των | στάσεων |
αιτιατική | τη | στάση | τις | στάσεις |
κλητική | στάση | στάσεις | ||
όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στάση < αρχαία ελληνική στά(σις) + -ση < αρχαία ελληνική ἵσταμαι
- για τη «διακοπή» < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική stoppage[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
στάση θηλυκό
- το σταμάτημα
- Περίμενε! Κάνε μια στάση!
- το μέρος όπου σταματά ένα μέσο μαζικής μεταφοράς
- Κατεβαίνω στην επόμενη στάση.
- Συνώνυμα:σταθμός
- Κατεβαίνω στην επόμενη στάση.
- προσωρινή διακοπή
- στάση πληρωμών
- στάση εργασίας
- το κάθε μέρος ενός φιλμ όπου αποτυπώνεται το φως των φωτογραφιών
- Έχω ένα παλιό φιλμ 24 στάσεων.
- Συνώνυμα:καρέ
- Έχω ένα παλιό φιλμ 24 στάσεων.
- ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει κάποιος ένα ζήτημα, τρόπος αντιμετώπισης
- όλοι περιμένουν να δουν ποια στάση θα κρατήσουν τα πολιτικά κόμματα απέναντι σ' αυτό το ζήτημα
- δε μου αρέσει αυτή η παθητική στάση αναμονής
- εξέγερση απέναντι σε μια νόμιμη εξουσία, ανταρσία
- η στάση του Νίκα
- ο τρόπος με τον οποίο κάποιος κάθεται ή στέκεται ή γενικά κρατά το σώμα του
- πρόσεχε τη στάση σου όταν κάθεσαι τόσες ώρες, ειδάλλως θα καμπουριάσεις
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
στάση
Επεξεργασία
- ↑ «στάση» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.