Ετυμολογία

επεξεργασία
καρέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική carré[1]
 
κόμικ με τέσσερα καρέ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρέ ουδέτερο άκλιτο

  1. στιγμιότυπο από κινηματογραφική ταινία ή κινούμενα σχέδια
  2. τμήματα σελίδας κόμικς όπου φαίνεται μια σκηνή
  3. ομάδα τεσσάρων ατόμων που παίζουν σε ένα χαρτοπαίγνιο
  4. (ποδόσφαιρο) η μικρή ή η μεγάλη περιοχή
  5. είδος εργόχειρου, κεντητού ή πλεκτού (με βελονάκι), τετράγωνου, σε αντίθεση με το σεμέν, που χρησιμοποιείται για τα υπόλοιπα σχήματα (οβάλ, παραλληλόγραμμο κλπ.)
  6. είδος κουρέματος των μαλλιών

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • συμπληρώθηκε το καρέ: ήρθε και ο τελευταίος που περιμέναμε

Παράγωγα

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • στο ποδόσφαιρο συνήθως χρησιμοποιείται στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία