κόμικς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κόμικς < αγγλική comics, πληθυντικός αριθμός του comic < λατινικά comicus < αρχαία ελληνικά κωμικός < κῶμος (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακόμικς ουδέτερο άκλιτο
- μορφή τέχνης με σκίτσα και (συχνά) σύντομο κείμενο με αστείο, περιπετειώδη ή άλλο προσανατολισμό
- περιοδικό που περιέχει το (1)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- κόμικς στη Βικιπαίδεια