περιοδικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιοδικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο περιοδικό του περιοδικός (όπως στη φράση περιοδικό έντυπο,[1] περιοδικός τύπος) < αρχαία ελληνική περιοδικός, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική périodique < λατινική periodicus < αρχαία ελληνική περιοδικός.[2]) . Μορφολογικά αναλύεται σε < περι- + οδικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ɾi.o.ðiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐ο‐δι‐κό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεριοδικό ουδέτερο
- το έντυπο που κυκλοφορεί με προκαθορισμένη συχνότητα, συνήθως μεγαλύτερη της ημέρας (εβδομαδιαία, κάθε δύο εβδομάδες, μηνιαία, ετήσια κλπ)
- συντομογραφία: περ.
Συγγενικά
επεξεργασία- περιοδικάκι [3]
- περιοδικός
- → δείτε τις λέξεις περίοδος, περί και οδός
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιοδικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπεριοδικό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του περιοδικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του περιοδικός
Δείτε επίσης
επεξεργασία- παλιότερος τύπος: περιοδικόν
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ περιοδικό - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ περιοδικό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ περιοδικό - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)