περι-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περι- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική περι- < πρόθεση περί
- για νεότερους, επιστημονικούς όρους < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία όπως αγγλική peri-, γαλλική péri- < λατινική peri- < αρχαία ελληνική περι-
Πρόθημα
επεξεργασίαπερι- ή περί-
- πρόθημα που δηλώνει επιρρηματική σχέση
- γύρω γύρω, ολόγυρα
- κοντά
- κίνηση κυκλική ή χωρίς κατεύθυνση
- (επιστημονικοί όροι) το εξωτερικό μέρος
- περισπέρμιο (βοτανική)
- περικάρδιο (ανατομία)
- περικαρδίτιδα (ιατρική για ασθένεια εξωτερικού μέρους)
- (επιτατικό) σε επίθετα: υπερβολικά, πάρα πολύ
- σε ρήματα εκφράζει
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα περι- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα περί- στο Βικιλεξικό
Ετυμολογία
επεξεργασία- περι- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική περι- < πρόθεση περί
Πρόθημα
επεξεργασίαπερι- ή περί-
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα περι- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα περί- στο Βικιλεξικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περι- < πρόθεση περί
Πρόθημα
επεξεργασίαπερι- ή περί-
- πρόθημα με σημασίες όπως και περι- (νέα ελληνικά)
- περιπεριαυχένιος (γύρω από τον αυχένα)
- περιβάλλω
- περίδρομος (που περικυκλώνει)
- περιδίνητος (που κάνει κυκλική κίνηση)
- περιβαρύς (υπερβολικά βαρύς)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα περι- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα περί- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις περι- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts