περίδρομος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περίδρομος < αρχαία ελληνική περίδρομος < περί + δρόμος (το σχοινί που είναι δεμένο ολόγυρα στην άκρη του διχτυού)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερίδρομος αρσενικό
- πόνος στην κοιλιά
- κωλικόπονος
- φλεγμονή άκρης δακτύλου, παρωνυχία
- (λαϊκότροπο) υπερβολική ποσότητα φαγητού
Συγγενικά
επεξεργασία- περιδρομιάζω
- περιδρόμιασμα
- → δείτε τις λέξεις περί και δρόμος
Εκφράσεις
επεξεργασία- τρώω/κατεβάζω τον περίδρομο: τρώω πολύ μεγάλη ποσότητα φαγητού, περιδρομιάζω
- ※ Έκοβε μεγάλες κομματάρες και τις έχωνε στο στόμα του... Έφαγε τον περίδρομο σιγά σιγά, ώσπου δεν βαστούσε πια και σηκώθηκε να πάει να κοιμηθεί. Τζων Στάινμπεκ Τα σταφύλια της οργής, (μετάφραση : Κοσμάς Πολίτης)
Μεταφράσεις
επεξεργασία περίδρομος
|