Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιδρομιάζω < περίδρομος + -ιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

περιδρομιάζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία