περιδρομιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιδρομιάζω < περίδρομος + -ιάζω
Ρήμα
επεξεργασίαπεριδρομιάζω
Συγγενικά
επεξεργασία- περιδρόμιασμα
- → δείτε τις λέξεις περίδρομος, περί και δρόμος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | περιδρομιάζω | περιδρόμιαζα | θα περιδρομιάζω | να περιδρομιάζω | περιδρομιάζοντας | |
β' ενικ. | περιδρομιάζεις | περιδρόμιαζες | θα περιδρομιάζεις | να περιδρομιάζεις | περιδρόμιαζε | |
γ' ενικ. | περιδρομιάζει | περιδρόμιαζε | θα περιδρομιάζει | να περιδρομιάζει | ||
α' πληθ. | περιδρομιάζουμε | περιδρομιάζαμε | θα περιδρομιάζουμε | να περιδρομιάζουμε | ||
β' πληθ. | περιδρομιάζετε | περιδρομιάζατε | θα περιδρομιάζετε | να περιδρομιάζετε | περιδρομιάζετε | |
γ' πληθ. | περιδρομιάζουν(ε) | περιδρόμιαζαν περιδρομιάζαν(ε) |
θα περιδρομιάζουν(ε) | να περιδρομιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | περιδρόμιασα | θα περιδρομιάσω | να περιδρομιάσω | περιδρομιάσει | ||
β' ενικ. | περιδρόμιασες | θα περιδρομιάσεις | να περιδρομιάσεις | περιδρόμιασε | ||
γ' ενικ. | περιδρόμιασε | θα περιδρομιάσει | να περιδρομιάσει | |||
α' πληθ. | περιδρομιάσαμε | θα περιδρομιάσουμε | να περιδρομιάσουμε | |||
β' πληθ. | περιδρομιάσατε | θα περιδρομιάσετε | να περιδρομιάσετε | περιδρομιάστε | ||
γ' πληθ. | περιδρόμιασαν περιδρομιάσαν(ε) |
θα περιδρομιάσουν(ε) | να περιδρομιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω περιδρομιάσει | είχα περιδρομιάσει | θα έχω περιδρομιάσει | να έχω περιδρομιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις περιδρομιάσει | είχες περιδρομιάσει | θα έχεις περιδρομιάσει | να έχεις περιδρομιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει περιδρομιάσει | είχε περιδρομιάσει | θα έχει περιδρομιάσει | να έχει περιδρομιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε περιδρομιάσει | είχαμε περιδρομιάσει | θα έχουμε περιδρομιάσει | να έχουμε περιδρομιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε περιδρομιάσει | είχατε περιδρομιάσει | θα έχετε περιδρομιάσει | να έχετε περιδρομιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν περιδρομιάσει | είχαν περιδρομιάσει | θα έχουν περιδρομιάσει | να έχουν περιδρομιάσει |
|