πολύ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πολύ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πολύ < ουδέτερο του επιθέτου πολύς [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /poˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λύ
- ομόηχα: πολλή, πολλοί
- τονικό παρώνυμο: πόλη
Επίρρημα
επεξεργασία
πολύ
- σε μεγάλο βαθμό, όχι λίγο
- ⮡ τρώει πολύ, γι' αυτό έχει παχύνει έτσι
- ⮡ δε σε βλέπω πολύ καλά
- ⮡ σ'αγαπώ πολύ
- (πριν από επίθετα μετοχές ή επιρρήματα) δηλώνει τον υπερθετικό βαθμό
- ⮡ πολύ καλός, πολύ όμορφη
- ⮡ πολύ ευχαριστημένος
- ⮡ πολύ καλά
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- για πολύ : για μεγάλο χρονικό διάστημα
- λίγο πολύ: κατά κάποιον τρόπο
- ούτε λίγο ούτε πολύ : κατά προσέγγιση, με άλλα λόγια
- πολύ θέλει να... ; / δε θέλει πολύ να... : για κάτι (συνήθως κακό) που έχεις πολλές πιθανότητες να συμβεί εάν δεν υπάρξει η απαραίτητη προσοχή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ πολύ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πολύ <ουδέτερο του επιθέτου πολύς
Πηγές
επεξεργασία
- πολύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.