πολύς
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
ανώμαλο επίθετο με δύο θέματα | ||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πολύς | η | πολλή | το | πολύ |
γενική | του | πολύ & πολλού |
της | πολλής | του | πολύ & πολλού |
αιτιατική | τον | πολύ | την | πολλή | το | πολύ |
κλητική | πολύ | πολλιά | πολύ | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πολλοί | οι | πολλές | τα | πολλά |
γενική | των | πολλών | των | πολλών | των | πολλών |
αιτιατική | τους | πολλούς | τις | πολλές | τα | πολλά |
κλητική | πολλοί | πολλές | πολλά | |||
όπως «πολύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πολύς < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πολύς
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /poˈlis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λύς
- τονικό παρώνυμο: πόλις
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πολύς, πολλή, πολύ
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- εν πολλοίς (ἐν πολλοῖς)
- ουκ εν το πολλώ το ευ
- περί πολλού
- πολλά πολλά
- προ πολλού (πρὸ πολλοῦ)
- το πολύ πολύ
ΠαροιμίεςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πολύς
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πολύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *polh₁ús < *pelh₁ (γεμίζω)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πολύς, πολλή, πολύ
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΠαραθετικάΕπεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
Κλίση
|
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «πολύς» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «πολύς» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.