μεγάλος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μεγάλος < αρχαία ελληνική μέγας
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
μεγάλος, -η, -ο (συγκριτικός μεγαλύτερος, υπερθετικός μέγιστος)
- (ως προς μετρήσιμα χαρακτηριστικά όπως είναι οι διαστάσεις, το βάρος, ο όγκος κλπ) που μπορεί να περιγραφεί με αριθμούς πολύ πάνω από τη βάση της αριθμητικής κλίμακας
- Του είπα να μας βάλει ένα μεγάλο κομμάτι κρέας
- (στη γραφή) ο κεφαλαίος
- Μην γράφεις συνέχεια με μεγάλα γράμματα.
- σπουδαίος, με ιδιαίτερη σημασία
- Αύριο είναι η μεγάλη μέρα.
- ※ Ήταν μεγάλος ο Καβάφης, αλλ' επιτέλους δεν ήταν ο μόνος μεγάλος Έλληνας ποιητής. (Κώστας Ταχτσής, Η γιαγιά μου η Αθήνα)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μεγάλος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μεγάλος αρσενικό
- ο ενήλικας
- Καλό είναι τα παιδιά να ακούνε τους μεγάλους.