μεγαλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεγαλώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μεγαλώνω < μεγάλ(ος) + -ώνω
- Συγκρίνετε με το αρχαίο μεγαλύνω.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.ɣaˈlo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐γα‐λώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαμεγαλώνω, αόρ.: μεγάλωσα, μτχ.π.π.: μεγαλωμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- (μεταβατικό)
- (μεταβατικό) κάνω κάτι μεγαλύτερο ως προς το μέγεθος
- (μεταβατικό) ανατρέφω ένα παιδί
- ↪ Έχει τρία παιδιά να μεγαλώσει.
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον να δείχνει μεγαλύτερος σε ηλικία από όσο πραγματικά είναι
- ↪ Αυτά τα ρούχα σε μεγαλώνουν.
- (αμετάβατο)
- (αμετάβατο) γίνομαι μεγαλύτερος ως προς το μέγεθος
- ↪ Η Μαρία μπήκε στον πέμπτο μήνα της εγκυμοσύνης και μεγάλωσε αρκετά η κοιλιά της.
- ↪ μεγαλώνουν τα γένια μου
- (αμετάβατο) γίνομαι μεγαλύτερος στην ηλικία
- ↪ Νοστάλγησε τη γειτονιά όπου μεγάλωσε
- ≈ συνώνυμα: ωριμάζω, ανδρώνομαι, ενηλικιώνομαι, γερνάω και γερνώ
- (αμετάβατο) γίνομαι μεγαλύτερος ως προς το μέγεθος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυνώνυμα ή κοντινή σημασία:
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη μεγάλος & μέγας
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεγαλώνω | μεγάλωνα | θα μεγαλώνω | να μεγαλώνω | μεγαλώνοντας | |
β' ενικ. | μεγαλώνεις | μεγάλωνες | θα μεγαλώνεις | να μεγαλώνεις | μεγάλωνε | |
γ' ενικ. | μεγαλώνει | μεγάλωνε | θα μεγαλώνει | να μεγαλώνει | ||
α' πληθ. | μεγαλώνουμε | μεγαλώναμε | θα μεγαλώνουμε | να μεγαλώνουμε | ||
β' πληθ. | μεγαλώνετε | μεγαλώνατε | θα μεγαλώνετε | να μεγαλώνετε | μεγαλώνετε | |
γ' πληθ. | μεγαλώνουν(ε) | μεγάλωναν μεγαλώναν(ε) |
θα μεγαλώνουν(ε) | να μεγαλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μεγάλωσα | θα μεγαλώσω | να μεγαλώσω | μεγαλώσει | ||
β' ενικ. | μεγάλωσες | θα μεγαλώσεις | να μεγαλώσεις | μεγάλωσε | ||
γ' ενικ. | μεγάλωσε | θα μεγαλώσει | να μεγαλώσει | |||
α' πληθ. | μεγαλώσαμε | θα μεγαλώσουμε | να μεγαλώσουμε | |||
β' πληθ. | μεγαλώσατε | θα μεγαλώσετε | να μεγαλώσετε | μεγαλώστε | ||
γ' πληθ. | μεγάλωσαν μεγαλώσαν(ε) |
θα μεγαλώσουν(ε) | να μεγαλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μεγαλώσει | είχα μεγαλώσει | θα έχω μεγαλώσει | να έχω μεγαλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις μεγαλώσει | είχες μεγαλώσει | θα έχεις μεγαλώσει | να έχεις μεγαλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει μεγαλώσει | είχε μεγαλώσει | θα έχει μεγαλώσει | να έχει μεγαλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μεγαλώσει | είχαμε μεγαλώσει | θα έχουμε μεγαλώσει | να έχουμε μεγαλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε μεγαλώσει | είχατε μεγαλώσει | θα έχετε μεγαλώσει | να έχετε μεγαλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μεγαλώσει | είχαν μεγαλώσει | θα έχουν μεγαλώσει | να έχουν μεγαλώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μεγαλώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μεγαλώνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμεγαλώνω και με παθητικούς τύπους
- (μεταβατικό & αμετάβατο) σημασίες όπως και στο νεοελληνικό μεγαλώνω
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μεγαλώνω στην ηλικία
- και παθητικός τύπος, όπως ἐμεγαλώθην
- (μεταβατικό) κάνω κάτι σπουδαίο
- (μεταβατικό) προσδίδω μεγαλείο
- (αμετάβατο) γίνομαι σπουδαίος
Ρηματικοί τύποι
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- μεγαλωμένος (μετοχή)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη μεγάλος & μέγας
Πηγές
επεξεργασία- μεγαλώνω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].