Ετυμολογία

επεξεργασία

κλιμακώνω, αόρ.: κλιμάκωσα, παθ.φωνή: κλιμακώνομαι/κλιμακούμαι, π.αόρ.: κλιμακώθηκα, μτχ.π.π.: κλιμακωμένος

  1. τοποθετώ σε κλίμακα, κατά αύξουσα ή φθίνουσα σειρά
  2. αυξάνω σταδιακά την ένταση κάποιας ενέργειάς μου
      Οι σποραδικές ένοπλες συγκρούσεις κλιμακώθηκαν σε εμφύλιο πόλεμο.
      Η αντιπαράθεση κλιμακώνεται
     συνώνυμα: οξύνω
     αντώνυμα: αποκλιμακώνω, αμβλύνω
  3. (στρατιωτικός όρος) παρατάσσω στρατό κατά πλάτος και βάθος μιας στρατιωτικής επιχείρησης (π.χ. επίθεση, άμυνα κ.λπ.)

Συγγενικά

επεξεργασία

Παθητική φωνή: κλιμακώνομαι

Παθητική φωνή: λόγιο κλιμακούμαι

  • χρησιμοποιείται πλέον μόνον στο τρίτο πρόσωπο ενεστώτα και αποκλειστικά για άψυχα ή αφηρημένα ουσιαστικά (κλιμακούται, κλιμακούνται) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία