ενεστώτας escalate
γ΄ ενικό ενεστώτα escalates
αόριστος escalated
παθητική μετοχή escalated
ενεργητική μετοχή escalating

escalate (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) εντείνω, κλιμακώνω, γίνομαι μεγαλύτερος, χειρότερος, πιο σοβαρός κτλ.· κάνω κάτι μεγαλύτερο, χειρότερο, πιο σοβαρό κτλ.
    ⮡  Tensions between the two countries escalated.
    Εντάθηκαν οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.
    ⮡  The fighting is escalating.
    Κλιμακώνεται ο αγώνας.
    ⮡  The war escalated.
    Ο πόλεμος κλιμακώθηκε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη increase

Αντώνυμα

επεξεργασία