escalate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | escalate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | escalates |
αόριστος | escalated |
παθητική μετοχή | escalated |
ενεργητική μετοχή | escalating |
Ρήμα
επεξεργασίαescalate (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) εντείνω, κλιμακώνω, γίνομαι μεγαλύτερος, χειρότερος, πιο σοβαρός κτλ.· κάνω κάτι μεγαλύτερο, χειρότερο, πιο σοβαρό κτλ.