μεταβατικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μεταβατικός < ελληνιστική κοινή μεταβατικός < αρχαία ελληνική μεταβαίνω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική transitoir)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /mɛ.ta.va.ti.ˈkɔs/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /mɛ.ta.va.ti.ˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /mɛ.ta.va.ti.ˈkɔ/ ουδέτερο
ΕπίθετοΕπεξεργασία
μεταβατικός, -ή, -ό
- μεταβατική περίοδος
- μεταβατική ρύθμιση
- (γλωσσολογία) που εκφράζει μεταβατικότητα
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- μεταβατική κυβέρνηση : η προσωρινή κυβέρνηση που την αποτελούν πολιτικά ή εξωκοινοβουλευτικά πρόσωπα και συγκροτείται με σκοπό τη διενέργεια εκλογών
- μεταβατικό ρήμα : το ρήμα ενεργητική φωνής ή διάθεσης που η ενέργεια την οποία εκφράζει μεταβαίνει σε ένα αντικείμενο και συμπληρώνεται από αυτό
Επεξεργασία
- μεταβατικά
- → δείτε τις λέξεις μεταβαίνω, μετά και βαίνω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μεταβατικός
|