μεταβατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταβατικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεταβατικός (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική transitoir) [1] Συγχρονικά αναλύεται σε μετα-βα- (μεταβαίνω)+ -τικός
- για τον όρο της γραμματικής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεταβατικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.ta.va.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐βα‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαμεταβατικός, -ή, -ό [2]
- που σχετίζεται με τη μετάβαση ή που συμβάλλει στη μετάβαση
- ⮡ μεταβατική περίοδος, μεταβατική ρύθμιση
- (γραμματική) που εκφράζει μεταβατικότητα
- → δείτε τον όρο μεταβατικό ρήμα
- ≠ αντώνυμα: αμετάβατος
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- μεταβατικά (επίρρημα)
→ και δείτε τις λέξεις μεταβαίνω, μετά και βαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία (γενική σημασία)
|
(γραμματικη) που εκφράζει μεταβατικότητα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μεταβατικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ μεταβατικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μεταβατικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.