Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταβαίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεταβαίνω (περνάω αλλού). Συγχρονικά αναλύεται σε μετα- + βαίνω.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.taˈve.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐βαί‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

μεταβαίνω, πρτ.: μετέβαινα, απαρ.: μεταβεί, αόρ.: μετέβη, μετέβησαν(3α πρόσωπα)(μετέβην) (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις μετά και βαίνω

Κλίση επεξεργασία

Από τον αόριστο, εύχρηστα τα 3α πρόσωπα: μετέβη, μετέβησαν.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταβαίνω < μετα- + βαίνω


ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία