repair
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- repair < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
repair | repairs |
repair (en)
- επισκευή (η ενέργεια)
- Plumbers undertake the repair of drains.
- Οι υδραυλικοί αναλαμβάνουν την επισκευή των αποχετεύσεων.
- Plumbers undertake the repair of drains.
- επισκευή (το αποτέλεσμα)
- If you look closely you can see the repair in the paintwork
- → λείπει η μετάφραση
- If you look closely you can see the repair in the paintwork
- η κατάσταση (σε σχέση με την ανάγκη επισκευής)
- The car was overall in poor repair before the accident. But after the workshop had it for three weeks it was returned in excellent repair.
- → λείπει η μετάφραση
- The car was overall in poor repair before the accident. But after the workshop had it for three weeks it was returned in excellent repair.
Συγγενικά
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | repair |
γ΄ ενικό ενεστώτα | repairs |
αόριστος | repaired |
παθητική μετοχή | repaired |
ενεργητική μετοχή | repairing |
repair (en)
- διορθώνω, επιδιορθώνω, επισκευάζω, κάνω, φτιάχνω κάτι που έχει χαλάσει
- ⮡ How much do you charge to repair a pair of shoes?
- Πόσο χρεώνετε/παίρνετε για να διορθώσετε ένα ζευγάρι παπούτσια;
- ⮡ The radio is broken, can you fix it?
- Το ράδιο είναι χαλασμένο, μπορείς να το επιδιορθώσεις;
- ⮡ The plumber came to repair the faucet.
- Ήρθε ο υδραυλικός να κάνει τη βρύση.
- ⮡ How much do you charge to repair a pair of shoes?
Συνώνυμα
επεξεργασία- → και δείτε en:Wikisaurus:repair
Συγγενικά
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- repair < μέση αγγλική repairen, (επιστρέφω) < παλαιά γαλλική repairier < υστερολατινική repatrire (επιστρέφω στην πατρίδα μου)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrepair (en)
- το να πηγαίνει κάποιος διακοπές
- ⮡ our annual repair to the mountains
- το μέρος που συχνάζει κάποιος, το στέκι
Ρήμα
επεξεργασίαrepair (en)
- μεταφέρομαι, πηγαίνω σε άλλο μέρος
- ※ I heard the visitors repair to their chambers. (Charlotte Bronte, Jane Eyre, 1850 [μυθιστόερημα])
- Άκουσα τους επισκέπτες που επέστρεφαν στα δωμάτιά τους.
- ※ I heard the visitors repair to their chambers. (Charlotte Bronte, Jane Eyre, 1850 [μυθιστόερημα])