ενεστώτας rectify
γ΄ ενικό ενεστώτα rectifies
αόριστος rectified
παθητική μετοχή rectified
ενεργητική μετοχή rectifying

  Προφορά

επεξεργασία
 

rectify (en)

  • διορθώνω ή βελτιώνω κάτι, ανασκευάζω
    ⮡  The prosecution’s main witness rectified his statement.
    Η κυριότερη μάρτυρας κατηγορίας ανασκεύασε τη δήλωσή του.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία