ανασκευάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανασκευάζω < αρχαία ελληνική ἀνασκευάζω < ἀνά + σκευάζω < σκευή
Ρήμα
επεξεργασίαανασκευάζω
- αντικρούω τα επιχειρήματα υπέρ αντίθετης άποψης, αποδεικνύω ότι δεν ευσταθούν
- αλλάζω προηγούμενες δηλώσεις μου
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανασκευάζω | ανασκεύαζα | θα ανασκευάζω | να ανασκευάζω | ανασκευάζοντας | |
β' ενικ. | ανασκευάζεις | ανασκεύαζες | θα ανασκευάζεις | να ανασκευάζεις | ανασκεύαζε | |
γ' ενικ. | ανασκευάζει | ανασκεύαζε | θα ανασκευάζει | να ανασκευάζει | ||
α' πληθ. | ανασκευάζουμε | ανασκευάζαμε | θα ανασκευάζουμε | να ανασκευάζουμε | ||
β' πληθ. | ανασκευάζετε | ανασκευάζατε | θα ανασκευάζετε | να ανασκευάζετε | ανασκευάζετε | |
γ' πληθ. | ανασκευάζουν(ε) | ανασκεύαζαν ανασκευάζαν(ε) |
θα ανασκευάζουν(ε) | να ανασκευάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανασκεύασα | θα ανασκευάσω | να ανασκευάσω | ανασκευάσει | ||
β' ενικ. | ανασκεύασες | θα ανασκευάσεις | να ανασκευάσεις | ανασκεύασε | ||
γ' ενικ. | ανασκεύασε | θα ανασκευάσει | να ανασκευάσει | |||
α' πληθ. | ανασκευάσαμε | θα ανασκευάσουμε | να ανασκευάσουμε | |||
β' πληθ. | ανασκευάσατε | θα ανασκευάσετε | να ανασκευάσετε | ανασκευάστε | ||
γ' πληθ. | ανασκεύασαν ανασκευάσαν(ε) |
θα ανασκευάσουν(ε) | να ανασκευάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανασκευάσει | είχα ανασκευάσει | θα έχω ανασκευάσει | να έχω ανασκευάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανασκευάσει | είχες ανασκευάσει | θα έχεις ανασκευάσει | να έχεις ανασκευάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανασκευάσει | είχε ανασκευάσει | θα έχει ανασκευάσει | να έχει ανασκευάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανασκευάσει | είχαμε ανασκευάσει | θα έχουμε ανασκευάσει | να έχουμε ανασκευάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανασκευάσει | είχατε ανασκευάσει | θα έχετε ανασκευάσει | να έχετε ανασκευάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανασκευάσει | είχαν ανασκευάσει | θα έχουν ανασκευάσει | να έχουν ανασκευάσει |
|