Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανασκευάζω < αρχαία ελληνική ἀνασκευάζω < ἀνά + σκευάζω < σκευή

  Ρήμα επεξεργασία

ανασκευάζω

  1. αντικρούω τα επιχειρήματα υπέρ αντίθετης άποψης, αποδεικνύω ότι δεν ευσταθούν
  2. αλλάζω προηγούμενες δηλώσεις μου
    Η κυριότερη μάρτυς κατηγορίας ανασκεύασε, οπότε ο κατηγορούμενος επιβάλλεται να κηρυχθεί αθώος
     συνώνυμα: αναιρώ, ξελέω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία