σκευάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκευάζω < αρχαία ελληνική σκευάζω
Ρήμα
επεξεργασίασκευάζω
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του συσκευάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκευάζω | σκεύαζα | θα σκευάζω | να σκευάζω | σκευάζοντας | |
β' ενικ. | σκευάζεις | σκεύαζες | θα σκευάζεις | να σκευάζεις | σκεύαζε | |
γ' ενικ. | σκευάζει | σκεύαζε | θα σκευάζει | να σκευάζει | ||
α' πληθ. | σκευάζουμε | σκευάζαμε | θα σκευάζουμε | να σκευάζουμε | ||
β' πληθ. | σκευάζετε | σκευάζατε | θα σκευάζετε | να σκευάζετε | σκευάζετε | |
γ' πληθ. | σκευάζουν(ε) | σκεύαζαν σκευάζαν(ε) |
θα σκευάζουν(ε) | να σκευάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκεύασα | θα σκευάσω | να σκευάσω | σκευάσει | ||
β' ενικ. | σκεύασες | θα σκευάσεις | να σκευάσεις | σκεύασε | ||
γ' ενικ. | σκεύασε | θα σκευάσει | να σκευάσει | |||
α' πληθ. | σκευάσαμε | θα σκευάσουμε | να σκευάσουμε | |||
β' πληθ. | σκευάσατε | θα σκευάσετε | να σκευάσετε | σκευάστε | ||
γ' πληθ. | σκεύασαν σκευάσαν(ε) |
θα σκευάσουν(ε) | να σκευάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκευάσει | είχα σκευάσει | θα έχω σκευάσει | να έχω σκευάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκευάσει | είχες σκευάσει | θα έχεις σκευάσει | να έχεις σκευάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σκευάσει | είχε σκευάσει | θα έχει σκευάσει | να έχει σκευάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκευάσει | είχαμε σκευάσει | θα έχουμε σκευάσει | να έχουμε σκευάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκευάσει | είχατε σκευάσει | θα έχετε σκευάσει | να έχετε σκευάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκευάσει | είχαν σκευάσει | θα έχουν σκευάσει | να έχουν σκευάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκευάζω
|