Ετυμολογία

επεξεργασία
συσκευάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συσκευάζω (ετοιμάζω αποσκευές) <συ- + σκευάζω  και δείτε τη λέξη σκεῦος

συσκευάζω, πρτ.: συσκεύαζα, στ.μέλλ.: θα συσκευάσω, αόρ.: συσκεύασα, παθ.φωνή: συσκευάζομαι, π.αόρ.: συσκευάστηκα, μτχ.π.π.: συσκευασμένος

  1. τοποθετώ με τάξη αντικείμενα μέσα σε κιβώτιο, κουτί, φάκελο κλπ ή τα τυλίγω με χαρτί ή άλλο παρόμοιο υλικό και στη συνέχεια ασφαλίζω το δέμα πριν το μεταφέρω ή το στείλω ταχυδρομικώς κάπου
     συνώνυμα: αμπαλάρω, πακετάρω
  2. τοποθετώ ένα προϊόν μέσα σε τυποποιημένο δοχείο ή άλλο περίβλημα, ώστε να το διαθέσω στην αγορά

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
συσκευάζω < συ- + σκευάζω και δείτε τη λέξη σκεῦος

ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

επεξεργασία