Ετυμολογία

επεξεργασία
μέλλοντας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μέλλων (ουσιαστικοποιημένη μετοχή) από την αιτιατική ενικού «τὸν μέλλοντα» < αρχαία ελληνική μέλλων (μετοχή ενεστώτα του μέλλω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈme.lon.das/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μέλ‐λο‐ντας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μέλλοντας οι μέλλοντες
      γενική του μέλλοντα των μελλόντων
    αιτιατική τον μέλλοντα τους μέλλοντες
     κλητική μέλλοντα μέλλοντες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

μέλλοντας αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μέλλων
μέλλοντας
η μέλλουσα το μέλλον
      γενική του μέλλοντος
μέλλοντα
της μέλλουσας
μελλούσης*
του μέλλοντος
    αιτιατική τον μέλλοντα τη μέλλουσα το μέλλον
     κλητική μέλλων
μέλλοντα
μέλλουσα μέλλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μέλλοντες οι μέλλουσες τα μέλλοντα
      γενική των μελλόντων των μελλουσών των μελλόντων
    αιτιατική τους μέλλοντες τις μέλλουσες τα μέλλοντα
     κλητική μέλλοντες μέλλουσες μέλλοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχοντας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

μέλλοντας, -ουσα, -ον και λόγιο αρσενικό: μέλλων

  • (σε επιθετική χρήση) ο μελλοντικός
    ⮡  ο μέλλοντας σύζυγός μου, του μέλλοντα συζύγου μου, η μέλλουσα σύζυγός μου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Κλιτικός τύπος μετοχής

επεξεργασία

μέλλοντας